λακεδαιμονιάζω

λακεδαιμονιάζω
λακεδαιμονιάζω (Α) [Λακεδαιμόνιος]
1. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους
2. είμαι με το μέρος τών Λακεδαιμονίων, είμαι οπαδός ή φίλος τών Λακεδαιμονίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λακεδαιμονιάζω — pres subj act 1st sg Λακεδαιμονιάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”